- πολυαγαπημένος
- -η, -ο, Νβλ. πολυαγαπώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακριβαγάπητος — η, ο [ακριβαγαπώ] πολυαγαπημένος, ακριβός … Dictionary of Greek
ακριβογιός — ο (συνήθως για μοναχογιό) πολυαγαπημένος γιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + γιος] … Dictionary of Greek
ακριβοπόθητος — η, ο [ακριβοποθώ] πολυπόθητος, πολυαγαπημένος … Dictionary of Greek
λατρευτός — ή, ό (AM λατρευτός, ή, όν) [λατρεύω] 1. αυτός που τόν αγαπούν πάρα πολύ, πολυαγαπημένος, λατρεμένος («λατρευτή μου μητέρα») 2. άξιος λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.) αρχ. αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην υπηρεσία,… … Dictionary of Greek
μονογιός — ο (για πρόσ.) ο μόνος και πολυαγαπημένος, μονάκριβος … Dictionary of Greek
μυριάκριβος — η, ο (Μ μυριάκριβος, η, ον) 1. (για πρόσ.) πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος («κορίτσι μυριάκριβο, που ήταν σαν το κρύο νερό», Παπαδ.) 2. (για πράγματα) πολύ ακριβός, πανάκριβος («μυριάκριβα είναι φέτος τα φρούτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἀκριβός] … Dictionary of Greek
μυριαγαπημένος — μυριαγαπημένος, η, ον (Μ) πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἀγαπημένος] … Dictionary of Greek
μυριογλυκύτατος — μυριογλυκύτατος, η, ον (Μ) (για πρόσ.) πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + γλυκύτατος] … Dictionary of Greek
περίψυκτος — ον, Α [περιψύχω] 1. αυτός που έχει ψυχθεί από παντού, πολύ ψυχρός 2. (για πρόσ.) μτφ. πολυαγαπημένος, παραχαϊδεμένος … Dictionary of Greek
περιφίλητος — ον, Α πολυφίλητος, πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φιλητός (< φιλῶ «αγαπώ»)] … Dictionary of Greek